- χρυσοκόλλα
- χρυσοκόλλᾱ , χρυσοκόλλαgold-solderfem nom/voc/acc dualχρυσοκόλλᾱ , χρυσοκόλλαgold-solderfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοκόλλᾳ — χρυσοκόλλᾱͅ , χρυσοκόλλα gold solder fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκολλᾳ — χρυσόκολλαι , χρυσοκόλλα gold solder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκολλα — η, ΝΑ νεοελλ. 1. πολύ λεπτό φύλλο χρυσού 2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού χαλκού αρχ. 1. μεταλλική ύλη για τη συγκόλληση τού χρυσού 2. είδος φαγητού από λιναρόσπορο και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόλλα (πρβλ. ταυρό κολλα). Η λ., ως επιστημον … Dictionary of Greek
χρυσόκολλα — η 1. λεπτότατο φύλλο από χρυσό. 2. είδος ορυκτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσόκολλα — χρυσόκολλος soldered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλαν — χρυσοκόλλᾱν , χρυσοκόλλα gold solder fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλη — χρυσοκόλλα gold solder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλην — χρυσοκόλλα gold solder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλης — χρυσοκόλλα gold solder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόλλῃ — χρυσοκόλλα gold solder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)